-
1 παρα-πλήσιος
παρα-πλήσιος, gew. u. bei Her. immer 3 Endgn, bei Pol. u. Strab. 8, 6, 14 nach Kramer 2 Endgn, einer Sache nahe kommend, beinahe gleichkommend, ähnlich, τινί, ἔπαϑε παραπλήσια τούτῳ, Her. 4, 78; προςβολαὶ παραπλὴσιαι, 4, 128; τρόπῳ παραπλησίῳ τῷ καὶ Μασσαγέται, 172; ἐν τῇ ναυμαχίῃ παραπλήσιοι ἀλλήλοις ἐγένοντο, sie waren einander in der Seeschlacht gleich, d. h. keiner hatte gesiegt, 8, 16; auch superl., ἐσϑὴς τῇ Κορινϑίῃ παραπλησιωτάτη, 5, 87; ταὐτόν ἐστι σοφιστὴς καὶ ῥήτωρ ἢ ἐγγύς τι καὶ παρ., Plat. Gorg. 520 a; ἡ ἀμαϑία καὶ ἡ ἀκολασία παραπλησία τούτοις φαίνεται, Crat. 437 b; τοιαῠτα καὶ παραπλήσια, Thuc. 1, 22. 143; καὶ ὅμοια, 1, 140; auch ναυσὶ παραπλησίαις τὸν ἀριϑμόν, 7, 70; παραπλήσιον πάσχειν ὥςπερ ἄν, Isocr. 1, 27; παραπλήσιοι ἀμφοτέροις τὸ πλῆϑος, Xen. Hell. 4, 3, 15; Sp. – Adv., παραπλησίως καί, Her. 7, 119; παραπλησίως ἀγωνίζεσϑαι, mit gleichem Kriegsglück, aequo Marte, kämpfen, 1, 77; παραπλησίως χαίρουσι καὶ λυποῠνται οἱ ἀγαϑοὶ καὶ οἱ κακοί, Plat. Gorg. 498 c; τινί, Phaedr. 255 e; παρ. ἔχειν τῇ ὀργῇ πρός τινα, ὥςπερ, Isocr. 1, 21. – Compar. παραπλησιαίτερον, Plat. Pol. 275 c.
См. также в других словарях:
παραπλήσιος — α, ο / παραπλήσιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά ή παραπλεύρως σε κάποιον 2. ο σχεδόν όμοιος με κάποιον, παρεμφερής, παρόμοιος 3. ο περίπου ίσος με κάποιον 4. συνομήλικος αρχ. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… … Dictionary of Greek
BRITANNIA — I. BRITANNIA Ducatus Galliae, peramplus et fertilis, vulgo Britaigne, qui nomen iura moresque, imo et incolas a Britannis insulanis accepit. Iulins Scal. in Urbibus: Vicit Aremoricas animosa Britannia gentes, Et dedit impositô nomina prisca iugô … Hofmann J. Lexicon universale
LOCUSTAE — Hebr. chagabim dictae; quia, cum turmatim volant, Solis lumini velum videntur obtendere, ab Arab. chagaba, quod velare est, Imo non Solem tantum multitudine suâ obumbrant, sed et Lunam, cum noctu volant, mortalium visui subducunt, Ioël. c. 2. v.… … Hofmann J. Lexicon universale
CINARA — apud Columellam, l. 10. v. 235. Horrida ponatur Cinara. ex Graeco Κινάρα, Latinis Carduns, Siculis olim cactus est, quem articactum hodie Galli vocant, Artichaut. Athen. l. 11. Τίς δὲ τούτοις οὐχι πειθόμενος θαῤῥῶν ἀ `ν εἴποι τὴν κάκτον εἶναι… … Hofmann J. Lexicon universale
καμάρωση — η (Α καμάρωσις) [καμαρώ] νεοελλ. το καμάρωμα ή η περηφάνεια, η έπαρση αρχ. 1. κατασκευή καμάρας, αψίδωση 2. ιατρ. είδος αψιδωτής θραύσεως οστού («καμάρωσίς ἐστιν ὀστοῡ διακοπή... ἀνακεκλάσθαι ἐξ ἀμφοτέρων καὶ παραπλησίως καμάραις ἐσχηματίσθαι»,… … Dictionary of Greek